-
1 ἀνσπάω
1 draw up (a ship) “φέρομεν ἐννάλιον δόρυ, μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς” P. 4.27 -
2 μῆδος
( μήδεσι(ν).)1 counsels, arts “ ἐννάλιον δόρυ μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς” ( Μήδεια speaks) P. 4.27ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν P. 10.11
ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
( θυγάτηρ) ἃν ἐπάσκησε μήδες[ι Παρθ. 2. 72.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский